Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
permutabilité permutabilités

  Ουσιαστικό επεξεργασία

permutabilité (fr) θηλυκό

  • η δυνατότητα που έχει κάτι να αλλάξει θέση με κάτι άλλο

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη permuter