perlot
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- perlot < perle
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
perlot | perlots |
perlot (fr) αρσενικό
- (λαϊκότροπο, παρωχημένο) ο καπνός, το ταμπάκο
- μικρό στρείδι που ψαρεύεται στις όχθες της Μάγχης
ενικός | πληθυντικός |
perlot | perlots |
perlot (fr) αρσενικό