pergolo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pergolo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pergolo | pergoloj |
αιτιατική | pergolon | pergolojn |
pergolo (eo)
- η πέργκολα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pergolo | pergoloj |
αιτιατική | pergolon | pergolojn |
pergolo (eo)