perforto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | perforto | perfortoj |
αιτιατική | perforton | perfortojn |
perforto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | perforto | perfortoj |
αιτιατική | perforton | perfortojn |
perforto (eo)