pentristo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pentristo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pentristo | pentristoj |
αιτιατική | pentriston | pentristojn |
pentristo (eo)
- ο ζωγράφος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pentristo | pentristoj |
αιτιατική | pentriston | pentristojn |
pentristo (eo)