peniko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- peniko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | peniko | penikoj |
αιτιατική | penikon | penikojn |
peniko (eo)
- το πινέλο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | peniko | penikoj |
αιτιατική | penikon | penikojn |
peniko (eo)