Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας pelt
γ΄ ενικό ενεστώτα pelts
αόριστος pelted
παθητική μετοχή pelted
ενεργητική μετοχή pelting

  Ρήμα επεξεργασία

pelt (en)

  Πηγές επεξεργασία