pawn
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pawn | pawns |
pawn (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | pawn |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pawns |
αόριστος | pawned |
παθητική μετοχή | pawned |
ενεργητική μετοχή | pawning |
pawn (en)
ενικός | πληθυντικός |
pawn | pawns |
pawn (en)
ενεστώτας | pawn |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pawns |
αόριστος | pawned |
παθητική μετοχή | pawned |
ενεργητική μετοχή | pawning |
pawn (en)