patologo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- patologo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | patologo | patologoj |
αιτιατική | patologon | patologojn |
patologo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | patologo | patologoj |
αιτιατική | patologon | patologojn |
patologo (eo)