Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

pasta (en)

  1. (αριθμητό) ζυμαρικό
  2. (μη αριθμητό) τα ζυμαρικά (γενικώς, ως είδος τροφίμων)



Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

pasta (it) θηλυκό

  1. το γλυκό
  2. το ζυμαρικό
  3. η πάστα, η αλοιφή

Σημειώσεις επεξεργασία

  • πρώτο συνθετικό πολυλεκτικών όρων διάφορων ζυμαρικών, γλυκών και αλοιφών

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία



Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpa.sta/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

pasta (pl) θηλυκό

  1. κρέμα, αλοιφή

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία



Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
pasta pastas

pasta (pt) θηλυκό

  1. η τσάντα