Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
past tense past tenses

  Ετυμολογία επεξεργασία

past tense < → δείτε τις λέξεις past και tense

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

past tense (en)

Υπώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία