Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

passoire < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.swaʁ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
passoire passoires

passoire (fr) θηλυκό

  1. το τρυπητό (σκεύος της κουζίνας)
  2. το σουρωτήρι