Ετυμολογία

επεξεργασία
passéiste < passé

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
passéiste passéistes

passéiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

 συνώνυμα: rétro-passéiste, traditionaliste
 αντώνυμα: progressiste, futuriste

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
passéiste passéistes

passéiste (fr)

 συνώνυμα: rétro-passéiste, traditionaliste
 αντώνυμα: progressiste, futuriste