passéiste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- passéiste < passé
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
passéiste | passéistes |
passéiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
passéiste | passéistes |
passéiste (fr)