pasio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pasio | pasioj |
αιτιατική | pasion | pasiojn |
pasio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pasio | pasioj |
αιτιατική | pasion | pasiojn |
pasio (eo)