partake
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | partake |
γ΄ ενικό ενεστώτα | partakes |
αόριστος | partook |
παθητική μετοχή | partaken |
ενεργητική μετοχή | partaking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα επεξεργασία
partake (en)
ενεστώτας | partake |
γ΄ ενικό ενεστώτα | partakes |
αόριστος | partook |
παθητική μετοχή | partaken |
ενεργητική μετοχή | partaking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
partake (en)