parolo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- parolo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | parolo | paroloj |
αιτιατική | parolon | parolojn |
parolo (eo)
- ο λόγος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | parolo | paroloj |
αιτιατική | parolon | parolojn |
parolo (eo)