parenté
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
parenté | parentés |
parenté (fr) θηλυκό
- η συγγένεια
- το σύνολο των συγγενών, το σόι
- η ομοιότητα που δείχνει κοινή προέλευση, π.χ. ανάμεσα σε έργα τέχνης
ενικός | πληθυντικός |
parenté | parentés |
parenté (fr) θηλυκό