Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

parasite (en)

  1. το παράσιτο (οργανισμός ή άνθρωπος που ζει εκ βάρους άλλου)


Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ʁa.zit/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
parasite parasites

parasite (fr) αρσενικό

  1. το παράσιτο