parallactique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ʁa.lak.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
parallactique | parallactiques |
parallactique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
parallactique | parallactiques |
parallactique (fr) αρσενικό ή θηλυκό