Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

panure < pan(er) + -ure

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
panure panures

panure (fr) θηλυκό

  • σκόνη κοπανισμένης φρυγανιάς με την οποία σκεπάζουν ορισμένα φαγητά πριν τα ψήσουν

Συνώνυμα επεξεργασία