Δείτε επίσης: Panne

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

panne < pene < λατινική penna

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
panne pannes

panne (fr) θηλυκό

  1. ασήμαντος ρόλος σε ένα έργο
  2. η βλάβη
    il est en panne - « δεν δουλεύει »
    tomber en panne - παθαίνω βλάβη
    → δείτε τη λέξη  dépanner