pandemic
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pandemic < αρχαία ελληνική πάνδημος + -ic
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pandemic | pandemics |
pandemic (en)
Επίθετο επεξεργασία
pandemic (en)
ενικός | πληθυντικός |
pandemic | pandemics |
pandemic (en)
pandemic (en)