Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
pamiątka
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Πολωνικά (pl)
1.1
Προφορά
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Πολωνικά
(pl)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
pãˈmʲjɔ̃ntka
/
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
pamiątka
(pl)
αρσενικό
ενθύμιο
Συγγενικά
επεξεργασία
pamiątkarstwo
pamiątkowo
pamiątkowy
pamięciowo
pamięciowy
pamiętać
pamiętliwy
pamiętnik
pamiętnikarstwo
pamiętnikarz
pamiętny
pamięć
zapamiętać