Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

paliĝi < pal- + -iĝ- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα paliĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας paliĝas paliĝanta paliĝata
αόριστος paliĝis paliĝinta paliĝita
μέλλοντας paliĝos paliĝonta paliĝota
υποθετική paliĝus - -
προστακτική paliĝu - -

paliĝi (eo)

Άλλες γραφές επεξεργασία

paligxi, palighi, palig'i