paléopathologie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
paléopathologie | paléopathologies |
paléopathologie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
paléopathologie | paléopathologies |
paléopathologie (fr) θηλυκό