paketo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- paketo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paketo | paketoj |
αιτιατική | paketon | paketojn |
paketo (eo)
- το πακέτο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paketo | paketoj |
αιτιατική | paketon | paketojn |
paketo (eo)