Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

/ˈpadʒ(ə)ntri/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

(mass noun)
κλιτό και άκλιτο

  • κρατική τελετή, εορταστική πομπή, επίδειξη, παρέλαση