pafo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pafo | pafoj |
αιτιατική | pafon | pafojn |
pafo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pafo | pafoj |
αιτιατική | pafon | pafojn |
pafo (eo)