Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

pacjentka < θηλυκό από το pacjent

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

pacjentka (pl) θηλυκό