pace out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | pace out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | paces out |
αόριστος | paced out |
παθητική μετοχή | paced out |
ενεργητική μετοχή | pacing out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαpace out (en)
- μετρώ περπατώντας μια απόσταση σε βήματα
- ↪ I paced out the distance/the room.
- Μέτρησα την απόσταση/το δωμάτιο.
- ↪ I paced out the distance/the room.