Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. pêche < pesche < δημώδης λατινική persica
  2. pêche < pesche < pêcher

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pêche pêches

pêche (fr) θηλυκό

Εκφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pêche pêches

pêche (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία