pêche
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pêche < pesche < δημώδης λατινική persica
- pêche < pesche < pêcher
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pêche | pêches |
pêche (fr) θηλυκό
Εκφράσεις επεξεργασία
- avoir la pêche: έχω όρεξη για κάτι, είμαι γεμάτος ενθουσιασμό, ζωντάνια, ζωή
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pêche | pêches |
pêche (fr) θηλυκό