pépère
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pépère | pépères |
pépère (fr) αρσενικό
- (οικείο)
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pépère | pépères |
pépère (fr) αρσενικό
- ήσυχος, ήρεμος, που δεν αναστατώνεται εύκολα
ενικός | πληθυντικός |
pépère | pépères |
pépère (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
pépère | pépères |
pépère (fr) αρσενικό