Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pépère pépères

pépère (fr) αρσενικό

  1. παπούς
  2. πατέρας
  3. γέρος
  4. ήσυχο παιδί

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pépère pépères

pépère (fr) αρσενικό

  1. ήσυχος, ήρεμος, που δεν αναστατώνεται εύκολα