ενικός         πληθυντικός  
overdot overdots

  Ετυμολογία

επεξεργασία
overdot < over- + dot

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

overdot (en)

  1. σημείο τελείας επάνω από έναν χαρακτήρα (γράμμα)
  2. μαθηματικό σύμβολο παραγώγων
ενεστώτας overdot
γ΄ ενικό ενεστώτα overdots
αόριστος overdotted
παθητική μετοχή overdotted
ενεργητική μετοχή overdotting

overdot (en)

  • βάζω τόνο σαν τελεία πάνω από χαρακτήρα