Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

outrecuidance (fr) θηλυκό

  • η αλαζονεία, η έπαρση, η υπεροψία
    Parler avec outrecuidance. Μιλώ με αλαζονεία / έπαρση / υπεροψία.
    Ridicule outrecuidance. Γελοία αλαζονεία / έπαρση / υπεροψία.

Συγγενικά επεξεργασία