outback
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
outback (en)
- (Αυστραλία) αγροτική περιοχή, ενδοχώρα, μακριά απ' τα παράλια
Επίθετο επεξεργασία
outback (en)
- απομακρυσμένος, αποκομμένος απ' τον πολιτισμό
Επίρρημα επεξεργασία
outback (en)
- προς την ενδοχώρα