ostro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ostro | ostroj |
αιτιατική | ostron | ostrojn |
ostro (eo)
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ostro (it) αρσενικό (πληθυντικός ostri)
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- ostro < λατινική ostrum < αρχαία ελληνική ὄστρεον
Ουσιαστικό επεξεργασία
ostro (it) αρσενικό (πληθυντικός ostri)
Πηγές επεξεργασία
- ostro - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).