ortografio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ortografio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ortografio | ortografioj |
αιτιατική | ortografion | ortografiojn |
ortografio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ortografio | ortografioj |
αιτιατική | ortografion | ortografiojn |
ortografio (eo)