Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

orientable < orienter

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
orientable orientables

orientable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. περιστρεφόμενος, που μπορεί να περιστραφεί
    antenne orientable - περιστρεφόμενη κεραία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη orienter