orgio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- orgio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | orgio | orgioj |
αιτιατική | orgion | orgiojn |
orgio (eo)
- το όργιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | orgio | orgioj |
αιτιατική | orgion | orgiojn |
orgio (eo)