Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  1. η σουμάδα

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
orgeat orgeats

  Ουσιαστικό επεξεργασία

orgeat (fr) αρσενικό

  1. η σουμάδα