Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ordon- < γαλλική ordonner

  Ρίζα επεξεργασία

ordon- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: διατάζω

Παράγωγα επεξεργασία