ordinal
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ordinal (en)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ordinal (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ordinal (fr)
- τακτικός, σχετικός με την τάξη, τη θέση
- (μαθηματικά) διατακτικός
ordinal (en)
ordinal (en)
ordinal (fr)