orbiculaire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
orbiculaire | orbiculaires |
Επίθετο επεξεργασία
orbiculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- στρογγυλός, που έχει κυκλική μορφή
ενικός | πληθυντικός |
orbiculaire | orbiculaires |
orbiculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό