or so
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
or so (en)
- (ιδιωματισμός) κανένας, περίπου
- ↪ I will buy a ton or so.
- Θ' αγοράσω κάνα τόνο.
- ↪ He must be forty or so.
- Πρέπει να είναι περίπου σαράντα χρόνων.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη approximately
- ↪ I will buy a ton or so.
Πηγές επεξεργασία
- so (idioms): or so - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 411. ISBN 9780194325684., λήμμα: κανείς