optimismo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- optimismo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | optimismo | optimismoj |
αιτιατική | optimismon | optimismojn |
optimismo (eo)
- ο οπτιμισμός, η αισιοδοξία