opportun
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | opportun | opportuns |
θηλυκό | opportune | opportunes |
opportun (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | opportun | opportuns |
θηλυκό | opportune | opportunes |
opportun (fr)