Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

oportuno < oportun + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική oportuno oportunoj
αιτιατική oportunon oportunojn

oportuno (eo)

jen bona oportuno por..., ιδού μια καλή ευκαιρία για...