ophtalmoscopique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ophtalmoscopique | ophtalmoscopiques |
Επίθετο επεξεργασία
ophtalmoscopique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
ophtalmoscopique | ophtalmoscopiques |
ophtalmoscopique (fr) αρσενικό ή θηλυκό