Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

onomasiologique < onomasiologie

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
onomasiologique onomasiologiques

onomasiologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό