ondo
Βασκικά (eu) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ondo (eu)
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ondo | ondoj |
αιτιατική | ondon | ondojn |
ondo (eo)
- το κύμα
ondo (eu)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ondo | ondoj |
αιτιατική | ondon | ondojn |
ondo (eo)